ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ
Article Index
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ
Page 2
All Pages
Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να
κινείσαι
μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά
πολεμίστρα,
όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι
αυλακώνουνε τα τειχιά.

 


 

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού
προχωρούμε,
όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα
παιδιά μας
και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον
αντίπερα γιαλό -
μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο
πρόχειρο νοσοκομείο,
το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο
του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι-
αλλά με κάποιον άλλο τρόπο,μπορεί να θέλω να πω
καθώς
το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις
κλειστές βαθιά στην Αφρική
και ήτανε κάποτε Θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος
και δωρητής και δικαστής και Δέλτα               
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι
παλαιοί γραμματισμένοι,
κι ωστόσο μένει πάντα ίδιο το σώμα, το ίδιο στρώμα,
και το ίδιο Σημείο,
ο ίδιος προσανατολισμός.
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου
δοθεί
ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά - σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που
φαγώθηκε
από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί
η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος ας είμαστε άνθρωποι μόνο
για να πονούμε
γι' αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το
μεγάλο ποτάμι
αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε
χόρτα
και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους
που
σπέρνουν και θερίζουν
και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες
των νεκρών.
Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν
είναι
τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων>
κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια -
πέρα
χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,
χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράγματα
ή έστω και για τα μεγάλα-
όταν κοιτάζουν ίσια - πέρα καθώς ο στρατοκόπος που
συνήθιζε
ν' αναμετρά το δρόμο του με τ' άστρα,
όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό
περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,
πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι
ν' αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει-
αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς το σχήμα
του πόθου μας και της καρδιάς μας,
στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι
ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,
πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε
σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο
αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο
λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.
 
                                            
Κάιρο  20  Ιουνίου  ’42              Γιώργος Σεφέρης 
 
 
 
1304583964_facebook 1304583976_twitter
1304583990_blogger 1304584001_rss